ψιθυρισμός

ψιθυρισμός
ψιθυρισμός, οῦ, ὁ (ψιθυρίζω ‘to whisper’; Menand., Mis. 140 S.; Plut.; Eccl 10:11, but in a neutral sense=‘hiss, whisper’; likew. Ps.-Lucian, Am. 15; Philopon., In Aristot., De Anima 263, 3; 403, 12; Etym. Mag. p. 818, 55) in our lit. only in a bad sense derogatory information about someone that is offered in a tone of confidentiality, (secret) gossip, tale-bearing (Philodem., De Ira p. 55 W.; GrBar 8, 5 [pl.]; 13, 4 [sing.], in the two last passages not far fr. καταλαλιά; Cat. Cod. Astr. VIII/1 p. 170, 8 [pl., near διαβολαί]), always w. καταλαλιά, in the sing. 1 Cl 30:3, pl. 2 Cor 12:20; 1 Cl 35:5.—DELG s.v. ψιθυρίζω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψιθυρισμός — whispering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισμός — ο βλ. ψιθύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιθυρισμοῖς — ψιθυρισμός whispering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμοί — ψιθυρισμός whispering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμοῦ — ψιθυρισμός whispering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμούς — ψιθυρισμός whispering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμῶν — ψιθυρισμός whispering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμῷ — ψιθυρισμός whispering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμόν — ψιθυρισμός whispering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • шептать — шепчу, шёпот, род. п. а, укр. шептати, шепчу, шепiт, род. п. оту, шепт, род. п. шепту шопот , блр. шептаць судачить, клеветать , др. русск. шьпътъ ψιθυρισμός, шьпътати ψιθυρίζειν, русск. цслав. шьпътьникъ наушник, клеветник , ст. слав. шьпътати… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”